- μονόλυκος
- ο нелюдим, бирюк (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόλυκος — μονόλυκος, ὁ (Α) λύκος αγριότατος και πελώριος από τη φύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λύκος] … Dictionary of Greek
μονόλυκος — solitary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονολύκου — μονόλυκος solitary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονολύκους — μονόλυκος solitary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονολύκῳ — μονόλυκος solitary masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόλυκον — μονόλυκος solitary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek